- ημιωβολιαιος
- ἡμιωβολιαῖοςἡμι-ωβολιαῖος31) ценой в пол-обола
(κρέα Arph.)
2) величиной с монету в пол-обола(φαλάγγιον Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(κρέα Arph.)
(φαλάγγιον Xen.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ημιωβολιαίος — ἡμιωβολιαῑος, α, ον (Α) [ημιώβολο] 1. αυτός που έχει αξία μισού οβολού 2. αυτός που έχει μέγεθος μισού οβολού … Dictionary of Greek
ἡμιωβολιαῖον — ἡμιωβολιαῖος costing masc acc sg ἡμιωβολιαῖος costing neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἡμιωβολιαῖα — ἡμιωβολιαῖος costing neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ημι- — (AM ἡμι ) αχώριστο πρόθημα ως α συνθετικό λέξεων τής αρχ., μσν. και νεοελλ. γλώσσας που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό είναι: α) το μισό, ως προς το ποσό (πρβλ. ημισέληνος, ημισφαίριο) β) κάτι το ελλιπές, μη τελειωμένο,… … Dictionary of Greek